παρακαλώ περιμένετε...
ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
Το στοίχημα ( a pluto-venusian story)

“Θα χορέψω για σένα. Θα κάνω ότι μου ζητήσεις..» είπε η γυναίκα στο Βασιλιά.

Εκείνος την κοίταζε επίμονα.

«Ένα πράγμα μόνο θέλω από σένα αφέντη. Το κεφάλι του Ιωάννη.»

 

Άνοιξη ήταν, η πιο ζεστή άνοιξη που είχε περάσει ποτέ. Τα ζουμπούλια ροβολάγανε έξω στην αχνή πρασινάδα και ο αέρας έπνιγε με σκόνη που σήκωνε από καταγίς τα ζώα. Τότε τον είδε. Ζωγράφιζε στο πλυσταριό της μάνας της, θόρυβος πολύς ακούστηκε απέξω, κόσμος.. Να ρθε κάποιος σημαντικός στα μέρη τους; Συνοδεία άκουγε να ταν κανένας πρίγκηπας; Κάποιος ρωμαίος ευγενής. Σκαρφάλωσε στο παράθυρο.Τον είδε. Φοραγε ολολευκα ρούχα, δεν είχε γέννια πολλά, μύριζε βασιλικό και δαφνέλαιο από μακριά.Ψηλός,αδύνατος, περιποιημένος με σγουρά καστάνά μαλλιά χτενισμένα από καρυδότσουφλο.

 

«Μην τον γροικάς..Δεν είναι για του λόγο σου.» πετάχτηκε η μικρή της αδερφή μέσα από την κάμαρη.

Η Σάλωμη σκοτείνιασε.Δεν είπε λέξη. Η μικρή συνέχισε.

 

«Ολη η οικουμενη της Ιουδαίας λένε τον περιτριγυρίζει. Βλέμμα δεν στρέφει σε καμιά, είναι από αρχοντική γενιά ,θα γενεί βασιλέας.»

 

Τι με νοιάζει. Μονολόγησε νοερά η Σαλώμη. Τα μάτια του γυάλιζαν ,μάτια σαν κρύσταλλο μικρά κάτοπτρα του ήλιου, το περπάτημα του ανάλαφρο σαν ελαφιού.

Το κορίτσι είχε μαρμαρώσει ,μια έκρηξη υπόκωφη συντάραζε την αίσθηση του εαυτό της.

 

Κι αφού περάσαν μήνες πολλοί κι αφού έγινε τελικά η μόνη γυναίκα που γνώρισε ο Ιωάννης ήρθε  μια μέρα το μοιραίο.

 

«Φεύγω..» της είπε. «Είναι άσχημοι καιροί η ψυχή μου αλλοιώτεψε δεν με χωρούν άλλο τα φρεσκοπλυμένα σάβανα. Ενα σύννεφο μαύρο έρχεται πάνω στο ουρανό και μένα με προορίζαν να το διώξω μα δεν είμαι ψυχή για τα τέτοια βάρη.»

 

Η γυναίκα έμεινε άναυδη.

 

«Είπες πως θα χτίζαμε μια ζωή μαζί. Κέντησα πάνω σου ότι πιο δικό μου, σε σμίλεψα μέσα στα σπάργανα μου.»

 

«Έχω αποδημήσει, είναι νεκρές οι νύχτες μου. Δύο θεοί κοιμούνται μέσα μου ο ένας

 

παλεύει με το σώμα ο άλλος με το πνεύμα. Ασίγαστη μάχη, αρχαία..θα με συντρίψουν.»

 

Η Σαλώμη έστρεψε με θυμό το βλέμμα αλλού χωρίς να βγάλει άχνα.

 

Τέλος εκείνος είπε.  «Συγχώρεσε με, μη με ξεχάσεις..»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 «Το κεφάλι...» ο Ηρώδης έγνεψε καταφατικά με ύφος αποστροφής για την γυναίκα.

Θα χόρευε όμως για εκείνον κι αυτό του έφτανε.

 

Σηκώθηκε κι έφυγε, στο βάθος του καπιτωλίου ακούγονταν ακόμα οι χτύποι από βήματα της.

 

Σχόλια:    Αξιολόγηση:
παρακαλώ περιμένετε...

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αξιολόγηση: χωρίς αξιολόγηση

έχουν γενέθλια 207 μέλη.

ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

  • loading...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ

  • loading...
  • loading...