παρακαλώ περιμένετε...
ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
Θάλασσα,

 

Στις τύρβες μου χάνομαι, στα βάθη μου ρέω αργά και με παγερά νερά τον κόσμο μου κρύβω καλά. Με τέρατα φυλάσσω τα μυστικά μου, και τη βαθιά μου θλίψη που δε γνώρισε ποτέ κανείς. Στα κύματα μου φιλοξένησα εξερευνητές που είδαν τα ναυάγια στο πρώτο το βυθό μου και έμειναν εκεί, ψάχνοντας να βρουν φλουριά και ασημένια κιούπια. Τους κατάπια και τους ξέχασε η πλάση. Στις άκρες μου βρήκα ειρηνευτές, που έχτιζαν κάστρα στην άμμο για να με φιλιώσουν με την ακίνητη γη! Τους τα γκρέμισα και με ένα πελώριο κύμα τους έστειλα πίσω στα βουνά να με θωρούν τρομακτική από εκεί πάνω. Τόσα χρόνια ρέω από δω, ρέω από κει, όλο τον κόσμο γνώρισα, όλο τον κόσμο τρόμαξα, όλο τον κόσμο τάισα και τον έφερα από τη μια άκρη της γης στην άλλην. Αυτούς που είχαν να κάνουν ένα ταξίδι, με χαρά τους κουβάλησα στη πλάτη μου, τους χάρισα απλόχερα τη δύναμη μου και είναι αλήθεια πως και κείνοι για λίγο ένοιωσαν μικροί θεοί. Κάποιοι με δεήσεις με τίμησαν ανά τους αιώνες, άλλοι στο Ποσειδώνα, άλλοι στον Αι Νικόλα και πόσους ακόμα θεούς που νόμισαν ότι κατοικούν μέσα μου. Αυτούς που ψεύτικα με πλησίασαν, με τεράστια καράβια που με μόλυναν, νομίζοντας πως με έχουν κατακτήσει, τους κατάπια! Πόσα ταξίδια, πόσα μέρη, πόσοι άνθρωποι! Ιστορίες πολλές, να μιλάω για ώρες. Μα πιο πολύ από όλες μου τις γνωριμίες, με συγκίνησαν τούτες εδώ οι τρείς.

Ένας ψαράς, έφτιαξε ένα μικρό καράβι και με υπομονή έπλεξε ένα κατακίτρινο δίχτυ. Περίμενε καρτερικά να αλλάξουν οι άνεμοι, και όταν γίνηκε η ώρα, βγήκε στα ανοιχτά, όχι μακριά πολύ απ τη στεριά. Μάζεψε τρία πανέρια ψάρια και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Εγώ παρατηρούσα τούτον εδώ τον αυθάδη ψαρά που με το έτσι θέλω διάλεξε τρία πανέρια απ τις καλύτερες ψαριές μου. Μα όταν βγήκε στη στεριά, μου είπε ευχαριστώ, και έμπασε τα ψάρια σε μια μικρή καλύβα. Έξω περίμενε ένα κουρελιάρικο αγόρι, πεινασμένο, οστεωμένο. Δάκρυσα σε τούτο το θέαμα. Ποτέ δε στέρησα στον αγαπημένο μου ψαρά τη ψαριά του… Έσπρωχνα μάλιστα τα ψάρια πιο κοντά, να μην ταλαιπωριέται τόσο να τα βρει… Και ήταν ευτυχισμένος. Τον άφησα εκεί στην άκρη να τρώει και να χαίρεται, μα εγώ είχα ένα ταξίδι να κάνω!

Στο δρόμο βρήκα μια περίεργη σπηλιά και με την πρώτη παλίρροια βρήκα ευκαιρία και τρύπωσα μέσα. Μαγεύτηκα από αυτό το θέαμα. Παντού σταλακτίτες και βάθος που χε τούτη η σπηλιά!! Ανταγωνιζόταν τις δικές μου ανεξερεύνητες χαράδρες. Στο σκοτάδι έλαμπαν μικρές ακτίνες σεληνόφωτος που με το ζόρι επέτρεπε το αυστηρό αυτό σπήλαιο να μπαίνουν μέσα και έκαναν τον αφρό μου να μοιάζει με χρυσάφι που πάνω του χόρευαν χίλιες μικρές νεράιδες. Έκλαψα γιατί το σπήλαιο ήταν μικρό και δε με χωρούσε όλη. Θα πρεπε σε λίγο να φύγω πάλι. Αποφάσισα να το εξερευνήσω καλά πριν φύγω γιατί τέτοιο πράγμα ήταν σίγουρο πως δε θα ξανάβρισκα. Μα όσο πιο βαθιά έμπαινα στα σπλάχνα αυτού του κύτους, το φως ξεθώριαζε, το βάθος μεγάλωνε και γω σκόρπιζα σε χίλια δυο κομμάτια. Έκανα να φύγω αλλά η παλίρροια είχε περάσει και δε μπορούσα να διακρίνω καλά το φως του φεγγαριού να δω πότε να φουσκώσω. Περίμενα περίμενα… Μια μέρα με τα πολλά, το πήρα απόφαση και μάζεψα όλα μου τα κομμάτια, σταγόνα σταγόνα, και διέρρευσα όπως όπως από χαραγματιές και μικρά αυλάκια που σκάλισα με υπομονή κατά μήκος της σπηλιάς. Καθώς είδα το φως του ήλιου, πήρα δύναμη και φούσκωσα και έφυγα με μεγάλα κύματα από εκεί… Κι ο χωρισμός αυτός ήταν πολύ δύσκολος, γιατί όσο σκοτεινό και να ήταν το σπήλαιο αυτό, ήταν το πρώτο σπιτικό που βρήκα, το μόνο σπιτικό που βρήκα. Άφησα πίσω μου ένα μεγάλο μου κομμάτι, μα δε γινότανε αλλιώς. Παρακάλεσα όμως τον γελαστό ήλιο να με βοηθήσει να εξατμίσει γρήγορα και κείνο το κομμάτι. Και κείνος μου κλεισε το μάτι!

Κι έτσι αφρισμένη όπως ήμουν, τον κοίταξα κλεφτά να κοκκινίζει, να μεγαλώνει και να ζεσταίνει ακόμα πιο πολύ ολόκληρη τη πλάση. Τον έκανα μπόλικη ώρα χάζι. Ήταν στα αλήθεια πολύ δυνατός. Πρώτη φορά στοιχειό στο κόσμο τούτο με έκανε να το θαυμάσω έτσι. Αλλιώτικος τόσο πολύ από μένα, και τόσο ίδιος στο βάθος. Ήταν κι αυτός μια θάλασσα, μια θάλασσα φωτιάς. Και όμορφος πολύ, συμμετρικός ολοστρόγγυλος.  Έριχνε παντού το φώς του και όλοι τον αγαπούσαν. Δεν άφηνε τίποτα κρυμμένο και σκότωνε τους φόβους των ανθρώπων. Μα δεν ήταν και τόσο άκακος όσο φαινόταν. Τιμωρούσε αυστηρά τους ασεβείς που θέλαν να του μοιάσουν. Με μια ματιά του τους έκανε κάρβουνα. Ήταν λογικό λοιπόν να τον βλέπουν σα θεό τους όλοι αυτοί οι μικροσκοπικοί άνθρωποι. Και πονηρός. Όση ώρα εγώ τον έκανα χάζι, βάλθηκε να ρίχνει τις ακτίνες του στα πιο βαθιά μου μέρη, κρυφοκοιτάζοντας το πλούτο του βυθού μου. Μα δεν είχε σκοπό να τον κλέψει, για αυτό και γω τον άφησα. Με ζέστανε πολύ είναι η αλήθεια, τόση ζεστασιά δε τη νοιώθει εύκολα μια πελώρια και παγωμένη θάλασσα όπως εγώ! Παιχνίδισε με τις ακτίνες του στα μικρά μου κυματάκια, μου στειλε ανέμους ζεστούς για να με στριφογυρίζουν με τις ώρες. Στʼ αλήθεια δεν έχω ξαναδιασκεδάσει έτσι. Και γίναμε φίλοι καλοί και γιατί θαυμάσαμε ο ένας τη δύναμη του άλλου αλλά και γιατί ξέραμε κι οι δυο από μοναξιά. Τόση δύναμη δε μπορεί κανείς να την αντέξει. Εγώ τους έπνιγα όλους κι αυτός τους έκαιγε, θέλοντας και μη. Σκέφτηκα να στείλω ένα μικρό μου σύννεφο, για να μη νοιώθει τόσο μόνος, μα κείνο εξατμίστηκε σαν συνάντησε τη μανία της φωτιάς του. Και όταν εκείνος έστειλε μια φλόγα, αμέσως εκείνη έσβησε στα αδυσώπητα νερά μου. Λυπημένη πολύ κατάλαβα πως μόνο αυτή η απόσταση κρατούσε την ισορροπία ανάμεσα σε δυο τέτοια στοιχειά. Μα πλέον είχα ένα φίλο.

Συνεχίζω να γυρίζω τούτη δω τη σφαίρα, την έχω ψάξει σχεδόν όλη! Εκτός βέβαια από τη στεριά! Πόσο τη μισώ τη γη… Καμώνεται πως είναι η πιο συνετή και ξύπνια, καθώς όλους μπορεί να τους δεχτεί και να τους χωρέσει. Και νερά και φωτιές και ανθρώπους και ζώα! Εγώ ξέρω πως τα νερά όταν με συναντήσουν μου μιλάνε για τις εξυπνάδες της γης και πως τα φυλακίζει σε λίμνες και γκρεμούς! Μα εμείς τα νερά κυλάμε, και αυτό η γη δε θα το καταλάβει ποτέ. Και διατείνεται πως χωρίς αυτή εγώ δε θα υπήρχα! Κανείς μας λέει δε θα υπήρχε. Τη κοροιδέψαμε μαζί με τον ήλιο για αυτή της την ανοησία, αλλά βλέπεις έχει για σύμμαχους τους ανθρώπους. Όσο μικροί και να ναι, αν δεν υπήρχαν αυτοί, οι δικές μας ιστορίες δε θα μαθεύονταν ποτέ. Και αν μια ιστορία δεν ακουστεί, υπάρχει? Δε ξέρω τι να της απαντήσω σʼ αυτή την ερώτηση για αυτό φεύγω και στροβιλίζομαι μακριά της. Ο αέρας που είναι κουτσομπόλης και δε μπορεί να κάτσει σε ένα σημείο μου λέει πως έτσι όπως τα βλέπει αυτός, η γη με κρατάει σφιχτά όσο κι αν λυσσομανάω και περιμένει πότε να ηρεμήσω για να δώσω πάλι χαρά στους αργόσχολους ανθρώπους που λιάζονται στις ακτές της…

Μπορεί και να ναι έτσι και μόνος μου σύντροφος σʼ αυτή τη ζωή να είναι τελικά ο δεσμοφύλακάς μου και οι μικροσκοπικοί άνθρωποι που τσαλαβουτάνε μέσα μου.

Σχόλια:    Αξιολόγηση:
παρακαλώ περιμένετε...

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αξιολόγηση: χωρίς αξιολόγηση

έχουν γενέθλια 251 μέλη.

ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

  • loading...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ

  • loading...
  • loading...