παρακαλώ περιμένετε...
ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΖΩΔΙΩΝ
Οδός Πανεπιστημίου ή αλλιώς ... Walk On the Wild Side

 

Ανέβαινε την Πανεπιστημίου, μόλις είχε βγει από το Metropolis με δύο cdάκια (ένα με τους Beatles, αυτός της τoυς θύμισε, κι ένα με Salsa … αυτό ήταν δική της ανακάλυψη) Η τεράστια μαύρη τσάντα της όργωνε τον ώμο από το βάρος γεμάτη χαρτιά, λογαριασμούς, βιβλιάρια, μπλοκάκια, ατζέντες κι άλλες ατζέντες να είναι οργανωμένα τα πάντα, να μη ξεχάσει κάτι, να μην της ξεφύγει τίποτα. Πόσο εκνευριζόταν όταν της έλεγαν «αχ, το ξέχασα … θα το κάνω τη Δευτέρα, την Τρίτη, του αγίου π….. ανήμερα …» Αυτή θυμόταν τα πάντα, δεν έστηνε τον κόσμο … προγραμμάτιζε, διεκπεραίωνε, ολοκλήρωνε … πειθαρχία, αφοσίωση, δέσμευση. Τα πόδια της στριμωγμένα και πρησμένα μέσα στις ψηλές γόβες από το πρωί στη δουλειά την οδηγούσαν με γοργά βήματα κάπου … εκεί … χωρίς προορισμό αλλά κάπου … είχε αποφασίσει να ανέβει την Πανεπιστημίου σήμερα και μόνο αυτό της έφτανε. Έφτανε μόνο να περπατήσει γρήγορα, σκουντώντας άθελά της κόσμο, μετρώντας και κεντράροντας αρκετές φορές τις πλάκες του πεζοδρομίου σαν τον Τζακ Νίκολσον στο “As Good As It Gets” Πόσο ντροπή είχε νιώσει όταν είδε αυτήν την ταινία … «λες να καταντήσω κι εγώ έτσι ?» αλλά μετά κρυφογελούσε γιατί ο Τζακ εκεί είχε πάρει το Oscar … αυτή είχε κεντράρει χιλιάδες πλακάκια …Oscar δεν είχε πάρει ακόμα … αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Κι έπρεπε να περπατήσει γρήγορα παρά τη ζέστη του μεσημεριού, παρά τον κόσμο, παρά τις γόβες, παρά την τσάντα, να προλάβει, να μην την καθηλώσει η σκέψη, η σκέψη του. «Δεν έχω χρόνο να τον σκεφτώ … ευτυχώς!» Στιγμές, στιγμές, δεύτερα έπιανε με την άκρη του ματιού της το είδωλό της στο καθρέφτισμα των βιτρινών από αριστερά της. Ίσιο μαύρο φουστάνι, μαύρη γόβα, μαύρη τσάντα -αλλά τα΄παμε αυτά- σιλουέττα λεπτή, νευρώδης, μαλλί μαζεμένο όπως ήθελε αυτός (αχχχ, πάλι τον σκέφτηκε).

 

Γωνία με Ιπποκράτους εισπνέει άθελά της το καυσαέριο του λεωφορείου που στρίβει μπροστά της … κι αψυχολόγητα, αντανακλαστικά αναζητάει την γλυκιά τσιγαρίλα των δακτύλων του και της αναπνοής του να προστατευθεί (αχ όχι, όχι, φύγε σκέψη, φύγε) Ας ανάψει γρήγορα το φανάρι, ας ανάψει γρήγορα, να πατήσει πάλι στο δρόμο, να περάσει το ποτάμι της ασφάλτου, να ζυγιάσει πάλι το βήμα της στις πλάκες, νʼαρχίσει να τρέχει πάλι, να μην την προλάβει η θύμισή του, να μην την απασχολήσει, να ξεχάσει, να σωθεί. Δεν ήθελε … δεν την ήθελε, δεν την ήθελε … οκ, έκανε λάθος, ζήτησε και συγνώμη για την αναστάτωση που της προκάλεσε, συμβαίνουν αυτά τα πράγματα καθημερινά … η αλήθεια είναι, ας το δεχτούμε τέλος πάντων και ας τελειώνουμε.

 

Η Πανεπιστημίου απλώνεται μπροστά της τεράστια, με κόσμο, με κίνηση, παρδαλό μελίσσι «Χριστέ μου ακόμα δεν καλοκαίριασε καλά καλά και τα πετάξαν όλα έξω» σκεφτόταν από μέσα της κι η φωνή του της απαντούσε κοροϊδευτικά « … sorry miss σνομπαρία, φορέστε εσείς τα μαύρα κι αφήστε τον κόσμο να κάνει ότι γουστάρει, αμ θα σε πάω εγώ σε παραλία γυμνιστών, να δω τα μούτρα σας, επιθυμώ δηλαδή διακαώς να τα δω». Της άρεσε που τη δούλευε, της έδινε την άνεση να τον δουλεύει κι αυτή συνεχώς και ξεσπάθωνε, ευτυχώς δεν παρεξηγιόταν αυτός … έβαζε όλο το ταπεραμέντο της και ζωγράφιζε, θαύμαζε τον εαυτό της μερικές φορές όταν η φοβερή ατάκα ήταν η δική της, ήταν η τελευταία και δεν είχε τί νʼαπαντήσει κι άλλαζε θέμα. Τον άφηνε να ξεγλιστράει … αλλά κρατούσε το σκορ μέσα της.

 

Περνάει μπροστά από την Ακαδημία, τσαμπιά ο κόσμος βγαίνει βιαστικός από την υπόγα του μετρό, εισιτήρια πετιώνται κάτω (το μωρό μου δεν θα τοʼκανε ποτέ αυτό σκέφτηκε πάλι και σφίχτηκε η καρδιά της) σκουντάει, την σκουντάνε, δεν την νοιάζει, ξέρει πως δεν θα το βρει αλλά ηλιθιωδώς αναζητάει το βλέμμα του … Το αμήχανο πρώτο βλέμμα όταν την πρωτοσυνάντησε, το ντροπαλό αλλά γεμάτο υπόσχεση, το διευρενητικό όταν του μιλούσε, το απορημένο όταν του εξιστορούσε, το ήρεμο όταν τον είχε αγκαλιά της, το φλογερό όταν την ήθελε … Κι έπειτα το άλλο βλέμμα … της πλήξης, της αδιαφορίας, του δεν είμαι εδώ … τζάμπα μιλάς … τζάμπα πασχίζεις … τζάμπα προσπαθείς … τζάμπα πηγαινοέρχεσαι … είμαι αλλού … χαμένος σε άλλα μονοπάτια του μυαλού μου … σε άλλα όνειρα … σε άλλα ταξίδια και σε άλλους έρωτες. Την πλήγωσε αυτό το βλέμμα, το αναγνώρισε με τη μία, το ήξερε … νομοτελειακά και με μαθηματική ακρίβεια πως θα το έβλεπε, δεν περίμενε να ήταν εκείνη τη μέρα που αλλιώς την είχε φανταστεί, αλλιώς την είχε ονειρευτεί, δεν το περίμενε αλλά όταν το είδε το αναγνώρισε και την πλήγωσε. Έβγαλε το κινητό της από την τσάντα …κανένα μήνυμα, καμία κλήση … κεντρί στην καρδιά …

 

Γωνία με Σίνα νιώθει τον ιδρώτα να κυλάει στο σβέρκο της και τη γόβα να την σουβλίζει τόσο στο πόδι όσο και στην καρδιά. Το εξάποντο τακούνι της σφυροκόπαγε την καρδιά... Το φιλί του, εκείνο το φιλί του, που της είχε κυριεύσει τον εγκέφαλο και την καρδιά μαζί. Όσες φορές το είχε αναπολήσει τόσες και το δάκρυ που δεν έλεγε να κυλήσει. Σαν να βασάνιζε η ίδια τον εαυτό της και τελευταία στιγμή το συγκρατούσε. Και όσο περισσότερο αναζητούσε το φιλί του, άλλο τόσο κι αυτό το δάκρυ, που δεν έλεγε επιτέλους να κυλήσει, να την ελαφρύνει, να την ανακουφίσει. Ορίστε και τώρα που θα μπορούσε να κλάψει, τώρα να … είναι ανάμεσα σε κόσμο, και πού σοκάκι ? Να βρεις την ησυχία σου και να κοπανηθείς χάμω στο κλάμα. Πριν από λίγο καιρό πάλι το ίδιο πρόβλημα … δεν έβρισκε μέρος να κρυφτεί να πάει να γελάσει, να ξεραθεί κάτω στο χάχανο …από τη χαρά της όμως ήταν τότε … Τώρα το μετάνιωνε … πιο πολύ μετάνιωνε γιʼαυτό …

 

Να περάσει απέναντι, να περάσει απέναντι και γρήγορα μάλιστα. Να πιάσει το βήμα, το ρυθμό, την κίνηση, την κατεύθυνση. Εξηγήσεις δε δόθηκαν αν και ρώτησε, αν και ήξερε πως ρωτώντας μάλλον δεν θα έπαιρνε ικανοποιητικές απαντήσεις, είπε όμως να κάνει την προσπάθεια.. Αυτός ζήτησε … Χρόνο. Κι όταν το άκουσε φοβήθηκε. Όχι αυτόν, τον εαυτό της  φοβήθηκε. Τώρα δηλαδή άμα κάτσει να του εξηγήσει πώς αντιλαμβάνεται αυτή το βασιλιά Χρόνο, πόσο βασανιστικά μπορεί να περνούν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες στην απουσία και στη σιωπή αλλά και πόσο πιο μακριά την πάνε … ενώ μπορεί να μη θέλει, να αντιστέκεται, να παλεύει να το προστατέψει, να το συγκρατήσει,  αλλά νεράκι είναι και κυλάει στις χούφτες της και χάνεται, έρχεται η απογοήτευση του λεπτού που μόλις πέρασε μες στη σιωπή και την προετοιμάζει για το επόμενο λεπτό μόνο που το επόμενο λεπτό αυτός είναι λιγάκι πιο μακριά και αυτή πιο … δυνατή? Ίσως… θα δείξει … Αλλά δεν του εξήγησε … «Συ είπας μωράκι μου! Συ είπας …»

 

Μόλις πέρασε την Αμερικής άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα, τα τίναξε με τα δάχτυλά της κι ένιωσε αμέσως ένα κυματάκι ελευθερίας να σκάει στο στήθος της. «Άμα σου λέω εγώ ότι μʼαρέσουν κάτω τα μαλλιά μου? » σκέφτηκε πεισμωμένα. Αγόρασε ένα μπουκαλάκι νερό από το περίπτερο κι άνοιξε τη σακουλίτσα με τα cd. «Μόλις φτάσω σπίτι πρώτα τους σαλσέρους θα βάλω ν΄ακούσω».  Δεν είχε τύχει να τον δει να χορεύει, να ποτίζει τα λουλούδια, να διορθώνει το καζανάκι που έσταζε, … να ξυρίζεται «Αυτό κι αν είναι δυνατόν ! Αφού ξυρίζεται … κι όμως αυτό δεν το έχω δει, νʼακουμπήσω όπως στις διαφημίσεις στο κούφωμα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος κι απλά να χαζεύω τις κινήσεις του, το ξυραφάκι σαν εκχιονιστικό μηχάνημα να κυλάει πάνω στο μάγουλό του και νʼανοίγει φρέσκους δρόμους για φιλιά και χάδια». Τον είχε νιώσει να κοιμάται δίπλα της, ναι, το πρόσωπό του στο λαιμό της, στα μαλλιά της, η ανάσα του στʼαυτί της, να την σφίγγει στον ύπνο του, να τον χαϊδεύει, να τον αγκαλιάζει, να πετάγεται και να τον αγκαλιάζει πιο σφιχτά ακόμα και να τον ηρεμεί … Και ήταν αυτή η εικόνα που λάτρευε και που την πόναγε πιο πολύ, αυτή που την έδενε πιο πολύ απʼόλα τʼ άλλα μαζί του, η ανάσα του στην ανάσα της, το φιλί της στα χείλη του χωρίς λόγο χωρίς αιτία, χωρίς λέξεις, χωρίς  να ζητάει τίποτα παραπάνω … αλλά πώς να το εξηγούσε … πώς να τον έκανε να καταλάβει, ήταν …άντρας και τα  χέρια του γλιστρούσαν παρακάτω και διεκδικούσαν έρωτα με κάθε τρόπο. Όμως … πώς στʼαλήθεια είναι όταν ξυρίζεται? Είναι δυνατόν η απουσία μια τόσο απλής και οικείας εικόνας να δίνει υπόσταση στο άδειασμα που ένιωθε?

 

Έξω από το μεγάλο μαγαζί της Αγροτικής Τράπεζας κοίταξε πίσω της τη διαδρομή που είχε κάνει, τους δρόμους που είχε διασχίσει, τα πεζοδρόμια που είχε κατακτήσει, τις πλάκες που είχε αστοχήσει, το λεφούσι του κόσμου που είχε διασταυρωθεί μαζί της και την είχε προσπεράσει, τις σταγόνες του ιδρώτα της στο μέτωπο, στο σβέρκο, είκοσι λεπτά περπάτημα και τόσες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό της, αυτός και η αβάσταχτη απουσία του στη Χαριλάου Τρικούπη, στην Ασκληπιού και στην Κοραή « … έχω τηλεπάθεια της είχε πει μεταξύ αστείου και σοβαρού , θα νιώθω πότε είσαι καλά και πότε όχι, θα το δεις …»  Δεν τοʼδε ! «Σκατά τηλεπάθεια έχεις αγάπη μου … πάω για την πλατεία!»

 

Πίνει μερικές γουλιές νερό από το μπουκαλάκι της, όρθια στο πιο ψηλό σκαλί της πλατείας , ο ήλιος της ζεματίζει το κεφάλι αλλά δεν την νοιάζει, ένα απαλό αεράκι της χαϊδεύει τα γόνατα, είναι εκεί ψηλά, η πλατεία Συντάγματος απλώνεται στα πόδια της, χαζεύει,  μπορεί και να βγάλει λόγο αν ήθελε, δεν ήθελε, να κάτσει λίγο ήθελε, αλλά πού? Τα σκαλάκια κατειλημμένα από παιδιά με τα μαλλιά στα μάτια και τα σκουλαρίκια στα φρύδια. Στιλιστικά της άρεσε αυτό το ρεύμα, της ταίριαζε … και κάποια τραγούδια τους.  Μόνο πού να κάτσει? «Άμα βγάλω τη γόβα μήπως θα εξαφανιστείτε σαν τα ποντίκια από τη μυρωδιά και θα σας πιάσω την καλύτερη θέση?» Χαζογέλασε με το αστείο της … μόνη της, δεν άκουσε το γέλιο του αυτή τη φορά στο μυαλό της.  Άκουσε όμως το κινητό της … καμπανούλα … μήνυμα … από αυτόν … ανάγνωση … «Μωρό μου, μουʼ λειψες … Θα σε δω? »

Εικοσιπέντε λεπτά δρόμος-χρόνος «ο Δρόμος που ήθελα, ο Χρόνος που ήθελε» … ειδική διαδρομή … το μυαλό του ανθρώπου πόσο περίεργο είναι αλήθεια? Τρεις λέξεις σκέφτηκε για απάντηση … δεν τις έγραψε, τις σκέφτηκε όμως :

  1. 1. Αντε 2. Παράτα 3. Μας !

 

… έτρεξε να πάρει το μετρό ! Ένιωθε ελεύθερη. Τίποτα δεν πονούσε πια τόσο πολύ  

… ούτε καν οι γόβες της …

 

 

http://www.youtube.com/watch?v=WZ88oTITMoM


 

Σχόλια:    Αξιολόγηση:
παρακαλώ περιμένετε...

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αξιολόγηση: χωρίς αξιολόγηση

έχουν γενέθλια 237 μέλη.

ΦΥΛΕΣ - ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

  • loading...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ

  • loading...
  • loading...